- σιαλόλιθος
- ο, Νιατρ. σύγκριμμα από φωσφορικό ή ανθρακικό ασβέστιο και από βλεννοπολυσακχαρίτες, συνήθως γύρω από ένα ξένο σώμα, στον εκφορητικό πόρο ενός σιαλογόνου αδένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sialolith < σίαλον «σάλιο» + λίθος].
Dictionary of Greek. 2013.